- ἑλικογλέφαρος]
- ἑλῐκογλέφᾰρος], -ον1 with curving eyebrows?, with lively eyes Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου (Schr.: -βλεφάρου codd.: τ' ἐλικογλ. v. l.) P. 4.172 Ἀφροδίτας ἑλικογλεφάρου (Schr.: -βλεφάρου codd.) fr. 123. 6.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.